- ὑποσαίρω
- ὑποσαίρω,A grin a little, ὑ. ὀδόντας show one's teeth a little, Opp. C.2.243,
τὰ χείλη ὑποσέσηρε Poll.4.145
.II burst, of over-ripe fruit, Philostr.Im.1.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ χείλη ὑποσέσηρε Poll.4.145
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσαίρω — ΜΑ ανοίγω ελαφρά το στόμα μου αρχ. 1. (για καρπό που έχει ωριμάσει) ανοίγω, σχίζομαι («σῡκα τὰ μὲν ὠμὰ... τὰ δὲ ῥυσὰ καὶ ἔξωρα, τὰ δὲ ὑποσέσηρε παρεμφαίνοντα τοῡ χυμοῡ τὸ ἄνθος», Φιλόστρ.) 2. φρ. «ὑποσαίρω ὀδόντας» ανοίγω λίγο το στόμα μου και… … Dictionary of Greek